- ὑπερδειμαίνω
- ὑπερδειμαίνω,A to be much afraid of,
τοὺς Πέρσας Hdt.5.19
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοὺς Πέρσας Hdt.5.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερδειμαίνω — Α φοβούμαι πάρα πολύ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + δειμαίνω «φοβάμαι»] … Dictionary of Greek
ὑπερδειμαίνων — ὑπερδειμαίνω to be much afraid of pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)